Συνέντευξη: Η Καλλιστώ στην Καλυψώ Παλιού

29 Σεπτεμβρίου, 2025

Μια κουβέντα στην Κρανιά για τον τόπο, την καφέ αρκούδα και όσα κρατούν ένα χωριό ζωντανό/ Σεπτέμβριος 2025.

 

Η Κρανιά Ασπροποτάμου (LaKornο στα Βλάχικα) είναι από εκείνα τα χωριά που δεν τα αναζητάς στον χάρτη· σε βρίσκουν εκείνα. Κάτι σε οδηγεί ως εκεί, μια αίσθηση ότι κάτι πολύτιμο αντέχει ακόμη, σαν ψίθυρος σε τόπους που αργά βυθίστηκαν στη σιωπή.

Καθώς ανηφορίζεις στα 1.150 μέτρα, στις πλαγιές του Όρος Τριγγία στη νότια Πίνδο, το τοπίο αλλάζει. Πέτρινα σπίτια που μοσχοβολούν ξύλο και καπνό, αυλές πλημμυρισμένες από λουλούδια, ο ήχος του τρεχούμενου νερού, κι ένα αλπικό σκηνικό σπάνιας ομορφιάς, έλατα που σηκώνουν τον ουρανό, και, γύρω τους, οι κορφές του Κόζιακα να στέκουν σαν φύλακες των ανθρώπων και των μυστικών τους.

Εκεί μας υποδέχθηκαν στο σπίτι τους η κα. Καλυψώ Παλιού και ο σύζυγός της κ. Γιώργος Παλιός. Οι δυο τους κουβαλούν αναμνήσεις άλλων καιρών μαζί με μια ακούραστη επιμονή να κρατήσουν ζωντανό τον τόπο τους, τους ανθρώπους, τις ιστορίες, τις γεύσεις, την άυλη κληρονομιά του χωριού. Καθισμένοι στο μπαλκόνι τους, με θέα το δάσος, μιλήσαμε για τη ζωή στο βουνό, για τη γνώση που κινδυνεύει να χαθεί, για την καφέ αρκούδα που κατεβαίνει όλο και πιο συχνά στα χωριά, αλλά και για το πώς μια κοινότητα προσπαθεί να ξανασυστήσει τον εαυτό της στο σήμερα.

Η κουβέντα μας δεν έμοιαζε με «συνέντευξη». Ήταν σαν ένα κοινό περπάτημα σε έναν φιλόξενο τόπο: στα μονοπάτια του παρελθόντος, στις αυλές που κάποτε έσφυζαν από ζωή, στις παρυφές του δάσους, όπου άνθρωποι και άγρια ζωή προσπαθούν να συνυπάρξουν.

Δεν μιλούν για την Κρανιά σαν για ένα σημείο στον χάρτη, αλλά σαν για έναν τόπο με ψυχή και χαρακτήρα, που αλλάζει, αλλά αντιστέκεται· έναν τόπο που ζητά από όσους και όσες τον αγαπούν να τον ξαναφτιάχνουν διαρκώς. Μέσα από γιορτές, ιστορίες και γεύσεις, με αλληλοβοήθεια και φροντίδα.

«Αν σας άρεσε, θα φανεί απ’ το αν θα ξανάρθετε», μας λέει η κα. Καλυψώ χαμογελώντας. Νύφη στην Κρανιά εδώ και σαρανταοκτώ χρόνια, θυμάται: «Κάποτε ανεβαίναμε με τον σύζυγο ως φιλοξενούμενοι. Μετά αποφασίσαμε να ριζώσουμε και να φτιάξουμε το σπιτικό μας». Η πρώτη ανάβαση είχε πολλές στροφές. «Του είπα του Γιώργου να πουλήσει το οικόπεδο, ζαλιζόμουν. Ήρθαμε όμως σε περίοδο καύσωνα. Κάτω στην Καλαμπάκα πνιγόμασταν στη ζέστη, εδώ κοιμηθήκαμε με κουβερτούλα. Τότε είπαμε πως θα στήσουμε το δικό μας σπίτι».

Με το πέρασμα του χρόνου, ο χωματόδρομος έγινε άσφαλτος και η διαδρομή πιο εύκολη. «Σε όποιον έρχεται πρώτη φορά φαίνεται μεγάλη η ανηφόρα. Μα μόλις δεις τα έλατα και νιώσεις τη δροσιά σε ανταμείβει».

 

 

Η Κρανιά που δεν έσβησε στον χρόνο

Η Κρανιά, όπως και πολλά άλλα χωριά στην Ελλάδα, κάηκε ολοσχερώς τον Οκτώβριο του 1943 από τη Βέρμαχτ και τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Πριν από τον πόλεμο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Νότιας Πίνδου: αριθμούσε περίπου 650 σπίτια, είχε τυροκομεία, τις παλιές «κεσαρίες», όπως τις έλεγαν οι κτηνοτρόφοι της περιοχής, χιλιάδες αιγοπρόβατα και αγελάδες, διοικητήριο, αστυνομία, δικαστήριο και σχολείο. Τα παιδιά φοιτούσαν φθινόπωρο και άνοιξη, καθώς τον χειμώνα το χιόνι έφτανε δυόμισι μέτρα και τα σχολεία έκλειναν για μήνες.

Μετά τον πόλεμο το χωριό ξαναχτίστηκε σχεδόν από την αρχή. Τα λιγοστά πέτρινα σπίτια που είχαν απομείνει αποκαταστάθηκαν, χτίστηκαν νέα, η πλατεία ανανεώθηκε, το σχολείο άνοιξε και πάλι. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και του ’60, η Κρανιά μετρούσε μόλις 50 κατοικημένα σπίτια, όμως οι κάτοικοί της αρνήθηκαν να τη δουν να σβήνει.

Από τη δεκαετία του ’90, με την έλευση των πρώτων ευρωπαϊκών αναπτυξιακών προγραμμάτων, ο τόπος γνώρισε μια νέα, αν και συχνά αποσπασματική, τουριστική άνθηση. Άνοιξαν ξενοδοχεία, διαμορφώθηκαν μονοπάτια, ενώ οι παλιές βρύσες και τα μονότοξα γεφύρια αναδείχθηκαν σε σημεία ενδιαφέροντος για τους επισκέπτες.

Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτή αποδείχθηκε συχνά πρόχειρη και αποκομμένη από τις πραγματικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Αρκετά μεγάλα τουριστικά καταλύματα που ανεγέρθηκαν τότε σήμερα παραμένουν κλειστά ή μισοερειπωμένα, θυμίζοντας περισσότερο το αποτύπωμα μιας περαστικής ευφορίας, παρά μιας βιώσιμης στρατηγικής για τον τόπο. Ο Daniel, η πρόσφατη κακοκαιρία που κατέστρεψε βασικές υποδομές της περιοχής, ήρθε να προσθέσει ακόμη ένα βάρος σε αυτό το ήδη εύθραυστο οικοδόμημα, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα: ποιο μέλλον μπορεί πραγματικά να αντέξει αυτός ο τόπος.

Η κα. Καλυψώ θυμάται τον παλιό κόσμο της κτηνοτροφίας με νοσταλγία: «Κάποτε εδώ έβοσκαν χιλιάδες ζώα· οικογένειες είχαν μεγάλα κοπάδια. Τώρα δεν έμεινε σχεδόν τίποτα». Πράγματι, από τη δεκαετία του ’60, με την αστικοποίηση και την σταδιακή αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, η παραδοσιακή μετακινούμενη κτηνοτροφία άρχισε να φθίνει και σχεδόν εξαφανίστηκε, αφήνοντας όμως πίσω όμως τις γεύσεις, συνήθειες και βιώματα που ακόμη καθορίζουν την ταυτότητα των χωριών του Ασπροποτάμου.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, η Κρανιά έχει 62 μόνιμους κατοίκους και τον χειμώνα ερημώνει, όπως όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής. Το καλοκαίρι, όμως, ξαναγεμίζει ζωή· φτάνει να φιλοξενεί έως και 2.500-3.000 ανθρώπους, ντόπιους και επισκέπτες. «Γίνονται πάλι γλέντια της γειτονιάς», περιγράφει η κα. Καλυψώ, «Δέκα, δεκαπέντε άνθρωποι, τα φαγητά όλων στη μέση, όλοι μαζί».

Η Κρανιά κρατά ακόμη ζωντανή την πολιτιστική της κληρονομιά, μέσα από τα τοπικά της μνημεία: η ιστορική Μονή Τιμίου Σταυρού, τα παλιά Κονάκια των Σαρακατσαναίων, τα δύο πέτρινα μονότοξα γεφύρια και οι παραδοσιακές βρύσες μαρτυρούν τον παλιό της πλούτο. Στην είσοδο του χωριού, ο «Παλιός Νερόμυλος» λειτουργεί ως τόπος περιοδικών εκθέσεων, ως αναγνωστήριο και δανειστική βιβλιοθήκη με δεκάδες βιβλία, διαθέτει εντευκτήριο με επιτραπέζια παιχνίδια για παιδιά όπως και ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Σήμερα, το χωριό αναβιώνει πολλές από τις παλιές του δραστηριότητες, προσθέτοντας και νέες. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κρανιάς, ένας από τους παλαιότερους του Ασπροποτάμου (ιδρύθηκε το 1948), οργανώνει πλήθος εκδηλώσεων. Παραδοσιακούς χορούς, πεζοπορικές εξορμήσεις, μαθήματα μαγειρικής, εργαστήρια για παιδιά, αλλά και τη μεγάλη ετήσια Γιορτή Κράνου κάθε Σεπτέμβριο, στην οποία φέτος συμμετείχαν και η Καλλιστώ μαζί με μέλη της «Κοινότητας Έξυπνης Συνύπαρξης».

Κάθε πρώτη Αυγούστου αναβιώνει και η παλιά Πρωταυγουστιά – τα «ζαφέτια» όπως τα έλεγαν παλιά – στην τοποθεσία «Ασβεσταριά»: φασολάδα από το καζάνι, νηστήσιμα εδέσματα και ζωντανή μουσική, όλα δωρεάν για τους επισκέπτες.

Στην πλατεία, ο Κοινοτικός Ξενώνας απλώνει το άρωμα του καφέ και του φαγητού, υποδέχεται ταξιδιώτες και κουβαλά τη θαλπωρή μιας παλιάς γειτονιάς. Η παραδοσιακή ταβέρνα της πλατείας εξακολουθεί να σερβίρει φασολάδα, τραχανόσουπα και ντόπια τυριά, ιδίως στις μεγάλες γιορτές. Λίγο πιο πάνω, αγναντεύει το Γκοργκάτσι («το μπαλκόνι της Κρανιάς»), γεμίζοντας το χωριό μυρωδιές από σπιτικούς μεζέδες και τσουγκρίσματα ποτηριών, σαν σημείο συνάντησης για όσους επιστρέφουν και για όσους έρχονται για πρώτη φορά. Ενώ λίγο πιο έξω, στη στροφή του δρόμου, στέκει η πολύπαθη μα επίμονη ψησταριά Λα Κόρνο, στον κατ’ ευφημισμό «κεντρικό» δρόμο του Ασπροποτάμου, να θυμίζει πως η φιλοξενία εδώ δεν ήταν ποτέ απλή «επιχείρηση», αλλά κομμάτι της ψυχής του τόπου.

 

 

Τα μαθήματα της καθημερινότητας και η σοφία των μικρών πραγμάτων

Η κα. Καλυψώ πιστεύει πως η μνήμη και η αγάπη για τον τόπο δεν διδάσκονταιμε θεωρίες, αλλά καλλιεργούνται με πράξεις από μικρή ηλικία. «Ο Πολιτιστικός Σύλλογος κάνει σπουδαία δουλειά με τα παιδιά. Τα μαθαίνει να φτιάχνουν πίτες, να χορεύουν, να πλάθουν βούτυρο, να ψήνουν το δικό τους πρόσφορο. Τα πάμε στο ποτάμι, τους δείχνουμε βατράχια, ψάρια, πατημασιές αρκούδας. Αν δεν τα ζήσουν αυτά, δεν θα αγαπήσουν ποτέ τον τόπο. Κι αν δεν τον αγαπήσουν, θα ερημώσει». Σε τόπους που κινδυνεύουν να σβήσουν σιωπηλά από τον χάρτη, οι τοπικοί σύλλογοι λειτουργούν σαν ανάσες συλλογικής μνήμης. Κρατούν δεμένους τους ανθρώπους μεταξύ τους και με τον τόπο τους, όχι για να αναβιώσουν ένα παρελθόν που χάθηκε, αλλά για να δώσουν στους νεότερους έναν λόγο να ριζώσουν ξανά.

 

Καφενείο, συντροφιά και «να μένεις μόνος από επιλογή»

Στην Κρανιά το καφενείο δεν είναι απλώς ένας χώρος για καφέ. Είναι το σημείο που συναντιούνται και δένουν οι ζωές. «Στο καφενείο δεν κάθεσαι ποτέ μόνος. Θα σε φωνάξουν στο τραπέζι. Η παρέα φτιάχνεται μόνη της, μεσημέρι ή βράδυ», λέει η κα. Καλυψώ με ένα ζεστό χαμόγελο. Η μόνιμη διαμονή βέβαια δεν είναι εύκολη. «Τον χειμώνα νυχτώνει νωρίς στο βουνό. Αν όμως ήμασταν τέσσερα πέντε ζευγάρια συνταξιούχοι, θα μέναμε ως τα Χριστούγεννα και θα κατεβαίναμε Γενάρη-Φλεβάρη. Εμείς ανοίγουμε το σπίτι από Πρωτομαγιά ως Νοέμβρη, μισό χρόνο εδώ». Σε τόπους που αδειάζουν τον χειμώνα, το καφενείο γίνεται ο τελευταίος κρίκος που κρατά δεμένη την κοινότητα.

 

Όταν το τοπίο πληγώνεται…

Ο Ιανός και ο Daniel, oι δύο μεγάλες καταιγίδες των τελευταίων ετών, άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στον Ασπροπόταμο: δρόμοι χάθηκαν, πρανή κατέρρευσαν, πηγές «μάτωσαν». «Όταν ήρθαμε μετά την καταιγίδα, δεν αναγνωρίζαμε τις στροφές και τις πλαγιές» λέει η κα. Καλυψώ. «Οι πληγές είναι ακόμα ανοιχτές. Αν δεν φτιαχτούν οι δρόμοι, τα χωριά μας θα αδειάσουν». Ο κ. Γιώργος Παλιός συμπληρώνει: «Μετά τις δύο καταιγίδες δεν ξέρει κανείς πού πάει το νερό. Ακούγεται ένα μόνιμο βουητό στο βουνό. Η ύπαιθρος θέλει στήριξη, αλλιώς η χώρα θα μείνει μόνο με μεγάλα αστικά κέντρα».

 

Κτηνοτροφία: «Οι κηπουροί του δάσους»

Η φετινή απουσία κοπαδιών, εξαιτίας της ευλογιάς, ανησυχεί την κα. Καλυψώ. «Χωρίς κίνητρα, θα σβήσει η κτηνοτροφία. Οι κτηνοτρόφοι είναι “κηπουροί του δάσους”: καθαρίζουν το δάσος, μειώνουν τον κίνδυνο φωτιάς, κρατούν την ύπαιθρο ζωντανή». Η τοπική αγορά παραμένει αρκετά δεμένη με αυτήν την παράδοση: «Παίρνουμε γάλα, φέτα, γιαούρτι, κασέρι βραβευμένο από ντόπιους παραγωγούς. Είναι η ποιότητα της διπλανής πόρτας», λέει, σαν να μιλά για μια γεύση που κουβαλά μνήμη και μέλλον μαζί. Ο κ. Γιώργος συνοψίζει: «Αν δεν στηριχτούν γεωργία, κτηνοτροφία και υλοτομία, θα ερημώσει κι άλλο ο τόπος. Η ύπαιθρος είναι η ραχοκοκαλιά της χώρας».

 

Καφέ αρκούδα: Σύμβολο και συνύπαρξη

Στην πλατεία της Κρανιάς δεσπόζει το άγαλμα της καφέ αρκούδας, «το σήμα κατατεθέν μας». Όμως, όπως λέει η κα. Καλυψώ, «τα τελευταία χρόνια η αρκούδα κατεβαίνει χαμηλά, φτάνει μέχρι τα σπίτια». «Τα άγρια ζώα πρέπει να ζουν στον χώρο τους. Αν βρίσκουν τροφή στα σκουπίδια μας, θα επιστρέφουν. Μην αφήνουμε φαγητά έξω. Σήμερα είναι αρκουδάκι, αύριο μεγάλη αρκούδα. Φοβάμαι να πάω μόνη από το μονοπάτι. Ο φόβος φέρνει ατυχήματα. Θέλει ενημέρωση για όλους στα ορεινά χωριά. Είναι ο τόπος της αρκούδας, αλλά κι εμείς πρέπει να ξέρουμε πώς να συμπεριφερόμαστε».

Τα πρακτικά μέτρα, λέει, είναι απλά: «Το καλοκαίρι, με τον πολύ κόσμο, οι κάδοι ξεχειλίζουν και γίνονται μπουφές για τις αρκούδες. Το απορριμματοφόρο περνάει μόλις δύο φορές την εβδομάδα το καλοκαίρι και μόνο μία από τον Σεπτέμβριο. Για να λυθεί το θέμα των κάδων που αναποδογυρίζονται από τις αρκούδες, πρέπει να μην αφήνουμε τροφές εκτεθειμένες».

Η ορεινή καθημερινότητα έχει και τα αγκάθια της. Τον χειμώνα, η αποκομιδή γίνεται σπάνια, ενώ το καλοκαίρι η ξαφνική αύξηση επισκεπτών δημιουργεί όγκους απορριμμάτων που το χωριό δυσκολεύεται να διαχειριστεί. Το ζήτημα δεν είναι μόνο πρακτικό: αφορά το πώς ο Δήμος Μετεώρων – και κάθε δήμος – οργανώνει τις υπηρεσίες του σε απομακρυσμένες κοινότητες, αλλά και το πώς οι ίδιοι οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται τη διαχείριση των απορριμμάτων, όχι απλώς ως καθημερινή συνήθεια, αλλά ως βασική προϋπόθεση για την υγεία, την ασφάλεια και τη συνύπαρξη με την άγρια ζωή.

 

 

Οι καρποί που ενώνουν – από την πρόληψη ως το κοινό τραπέζι

Φέτος, με το δάσος ξερό και τους φυσικούς καρπούς ελάχιστους, η καφέ αρκούδα κατέβηκε χαμηλά προς τον οικισμό αρκετές φορές. «Χρειάζεται να ακούγεται η φωνή της κοινότητας όταν ξεκινά η σεζόν. Να μαζεύουμε έγκαιρα τα φρούτα, να μη μένουν εκτεθειμένα στις αυλές», τονίζει η κα. Καλυψώ. Η συλλογή των καρπών κατά τη διάρκεια της «Γιορτής Κράνου» λειτούργησε κυρίως ως μια συμβολική και εκπαιδευτική δράση που προσπάθησε να περάσει σε περισσότερους κατοίκους και επισκέπτες τη σημασία της πρόληψης.

Συζητήσαμε μαζί τους και για πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλα μέρη. Τα μισά φρούτα μένουν για την άγρια ζωή, ενώ τα υπόλοιπα τα συλλέγει ο σύλλογος ή ο συνεταιρισμός για να γίνουν μαρμελάδες και γλυκά με «σήμα της αρκούδας». Τέτοιες πρωτοβουλίες, από απλές πράξεις πρόληψης, μπορούν να εξελιχθούν σε στοιχεία μιας τοπικής παραγωγικής ταυτότητας που συνδυάζει τη φροντίδα για τη φύση με την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και της συνύπαρξης. Έτσι, το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο οικονομικό, τροφοδοτεί και την περηφάνια για τον τόπο. Η χαρά του να γνωρίζεις, να συλλέγεις και να αναδεικνύεις τον πλούτο της γης σου. «Όμορφη ιδέα. Μια κίνηση που δένει τον τόπο», σχολιάζει η κα. Καλυψώ.

 

 

Νερό: η φλέβα της ζωής στα ψηλά βουνά

Η κουβέντα μας άλλαξε τόνο όταν η συζήτηση έφτασε στα έργα ΑΠΕ, υδροηλεκτρικά και ανεμογεννήτριες, που σχεδιάζονται στις κορυφογραμμές γύρω από τον Ασπροπόταμο. Ο κ. Γιώργος Παλιός, που ξέρει κάθε πηγή και ρεματιά, ήταν κατηγορηματικός. «Δεν πρέπει να στερέψουν οι πηγές των χωριών. Το νερό χρειάζεται στη φύση, στους ανθρώπους, στα κοπάδια. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να περνά από την ερήμωση. Για να στήσεις ανεμογεννήτρια στην κορυφογραμμή, χαλάς δρόμους, κόβεις δέντρα, διώχνεις άγρια ζωή».

Δεν είναι ο μόνος που ανησυχεί. Κι άλλοι κάτοικοι, σε χωριά όπως το Χαλίκι, τη Δέση και το Νεραϊδοχώρι, εκφράζουν την ίδια αγωνία: «Αν φύγει το νερό, θα φύγουν και οι άνθρωποι. Χωρίς νερό δεν έχει ούτε ζώα ούτε καλλιέργειες. Δεν μπορείς να θυσιάζεις έναν ζωντανό τόπο για να παράξεις ρεύμα που δεν θα μένει εδώ». Από αυτή την αγωνία γεννήθηκαν και τοπικές συλλογικότητες, όπως ο Σύλλογος Ζωντανός Ασπροπόταμος και το δίκτυο SaveAspropotamos, που αγωνίζονται για να προστατέψουν το τοπίο και να αποτρέψουν την αλλοίωσή του, προβάλλοντας ένα διαφορετικό όραμα: ανάπτυξη που να στηρίζεται στους ανθρώπους του τόπου και όχι στην εκμετάλλευσή του.

Η κα. Καλυψώ κοιτάζει μακριά, προς τις κορυφές, και θυμάται τις παλιές μικρές τοπικές πρωτοβουλίες που κάποτε άνθισαν. Ξύλινα κιόσκια, συνεταιρισμούς γυναικών, πάγκους με παραδοσιακά προϊόντα στον κεντρικό δρόμο. «Χάθηκαν οι άδειες, καταστράφηκε το ποτάμι, χάθηκαν και οι ευκαιρίες. Κι όμως, αυτά είναι που κρατούν την ύπαιθρο ζωντανή» λέει, σχεδόν ψιθυριστά, σαν να φοβάται μήπως χαθεί κι αυτή η μνήμη.

 

Μικρή εγκυκλοπαίδεια γεύσης: ο «Τσελεμεντές» του Ασπροποτάμου

Η κα. Καλυψώ μιλά για τη γαστρονομία του Ασπροποτάμου σαν να ξεκλειδώνει παλιά ντουλάπια γεμάτα αναμνήσεις και μυρωδιές. Κάθε συνταγή της είναι ένα κομμάτι τοπικής ιστορίας:

Λικέρ κράνο

Ώριμα κράνα, σε ίσα μέρη με κονιάκ και ζάχαρη, σε γυάλινο βάζο στον ήλιο μέχρι τον Δεκέμβρη. Να σταφιδιάσουν, να μείνει κουκούτσι και φλούδα. Μετά στράγγισμα. Το λικέρ κρατάει για χρόνια. Το μυστικό είναι να μυρίζει φρούτο. «Κανέλα βάζουμε στο ρυζόγαλο, όχι εδώ», χαμογελά. «Για πιο δυνατή γεύση, το αφήνω να πάρει και λίγο κρύο».

Μαρμελάδα κράνου

Τα κράνα από μόνα τους έχουν στυφή γεύση, γι’ αυτό χρειάζονται δύο-τρία ώριμα μήλα για να «γλυκάνουν» και να ισορροπήσει η γεύση. Βάζουμε τα φρούτα μαζί στην κατσαρόλα και τα ανακατεύουμε, με υπομονή, μέχρι να πήξει και να αποκτήσει υφή μελωμένης μαρμελάδας.

Πέστροφα Ασπροποτάμου

Ψάρεμα μόνο με αγκίστρι. Είναι μοναδική, με κόκκινες, μπλε και χρυσαφιές βούλες. Την αλευρώνεις με καλαμποκάλευρο και την τηγανίζεις σε φρέσκο βούτυρο. Έτσι απογειώνεται η γεύση της.

Πίτες των Βλάχων

Τσουκνιδόπιτα, σπανακόπιτα, γαλατόπιτα, τραχανόπιτα. Οι γιαγιάδες στέγνωναν χόρτα από το φθινόπωρο για να έχουν για τον χειμώνα. «Όλες στο ταψί με σπιτικό φύλλο και πάντα με βούτυρο. Λάδι έβαζαν μόνο στη σαλάτα».

Κουσιάφια

Τα κουσιάφια είναι αποξηραμένα σύκα, δαμάσκηνα, κορόμηλα. Τα άπλωναν σε τούλι πάνω σε ζεστό τσίγκο, τα στέγνωναν στον ήλιο και τα φύλαγαν σε μάλλινους τρουβάδες. Τον χειμώνα γίνονταν κομπόστα με κυδώνια και μήλα. «Όλη η γλύκα της χρονιάς σε μια κατσαρόλα».

Γλυκά του κουταλιού και παραδοσιακά

Μελαχρινή, μπακλαβάς, κουραμπιές. Όλα με βούτυρο, γιατί ελιά δεν υπήρχε. «Η γεύση τους κρατάει τον χειμώνα ζεστό, όπως τα παλιά καμινέτα».

 

Να υφάνουμε ξανά τον κοινωνικό ιστό. Να δώσουμε ζωή στην κοινότητα

Στο τέλος της κουβέντας, η κα. Καλυψώ σωπαίνει για λίγο, κοιτάζει προς το δάσος και χαμηλώνει τη φωνή της. «Θέλω να προσπαθήσουμε όλοι μαζί — κοινότητα, δήμος, πολιτεία, εμείς οι απλοί άνθρωποι κι οι παραθεριστές, να αφήσουμε κάτι καλύτερο στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Να ξαναφτιάξουμε τις κοινότητές μας από την αρχή. Να μη μείνει το χωριό μας μονάχα σαν ανάμνηση σε φωτογραφίες».

Θυμάται τα παλιά πανηγύρια, τότε που οι αυλές έσφυζαν από φωνές· τους συνεταιρισμούς που χάθηκαν, τα ξύλινα κιόσκια που ρήμαξαν, τα κοπάδια που δεν ανέβηκαν φέτος στον Ασπροπόταμο. «Δεν θέλω να βλέπω να σβήνουν αυτά. Να αγαπήσουν τον τόπο τους τα παιδιά μας, να θέλουν να γυρίζουν, όχι μόνο για διακοπές, αλλά για να μείνουν, να χτίσουν, να νοιαστούν».

Καθώς βγαίνουμε στην αυλή, ο Σεπτέμβρης μυρίζει ήδη φθινόπωρο.

Στο σκούρο πράσινο των ελάτων αρχίζουν να απλώνονται κίτρινες και πορτοκαλιές πινελιές. «Πίνακας ζωγραφικής» λέει η κα. Καλυψώ. Κι εμείς συμφωνούμε, όσο υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται για τον τόπο, για την άγρια ζωή και ο ένας για τον άλλον, υπάρχει δρόμος για τη συνύπαρξη. Και λόγος να ξανάρθουμε.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε από τον Δρ. Γιώργο Χατζηνάκο τον Σεπτέμβριο του 2025 στην Κρανιά Ασπροποτάμου, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού έργου LIFE Bear-Smart Corridors και των δράσεων της «Κοινότητας Έξυπνης Συνύπαρξης με την Αρκούδα» που συντονίζει η Περιβαλλοντική Οργάνωση Καλλιστώ.

Ευχαριστούμε από καρδιάς την κα. Καλυψώ Παλιού και τον κ. Γιώργο Παλιό, που μας άνοιξαν το σπίτι τους-κι ακόμη περισσότερο, τον κόσμο τους. Στις κουβέντες τους βρήκαμε το νήμα που δένει μνήμες, τόπο και ανθρώπους. Ευχαριστούμε και όλους τους κατοίκους της Κρανιάς που μας καλοδέχτηκαν σαν παλιούς γνωστούς, αφήνοντάς μας να νιώσουμε, έστω για λίγο, κομμάτι αυτού του τόπου που επιμένει να ζει και να αντιστέκεται στα σημάδια των καιρών.